- ἀνισόρροπα
- ἀνισόρροποςunequally balancedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλαφροΐσκιωτος — Αυτός που έχει ελαφριά σκιά, σε αντίθεση με τον βαρύσκιωτο, που έχει βαριά (Πολίτου Παραδ. σ. 432, αρ. 732 και 1066). Λέγεται και αλαφρόσκιωτος. Την ονομασία αυτή χρησιμοποιεί ο λαός για τους ανθρώπους εκείνους που έχουν την ιδιότητα και τη… … Dictionary of Greek